O μαραμένος «Βυσσινόκηπος» του Νίκου Καραθάνου

bussinokipos

της Ντίνας Τσιάγκα

Προ ολίγων ημερών παρακολούθησα τον «Βυσσινόκηπο» του μεγάλου Ρώσου γιατρού στη Στέγη σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου. Δεν ήξερα αν θέλω να το σχολιάσω δημόσια, αμέσως τουλάχιστον, καθώς το θέατρο είναι κι αυτό μια τέχνη που χρειάζεται χρόνο για να αφομοιωθεί μέσα μας. Δεδομένου όμως ότι όλες αυτές τις μέρες διαβάζω διθυράμβους για την παράσταση, αποφάσισα να γκρινιάξω πάλι λίγο.
Τον Καραθάνο τον αγαπώ πολύ ως ηθοποιό, τον απολαμβάνω και τον χαίρομαι πάνω στη σκηνή για την ενέργεια, το σφρίγος και το ταλέντο του, που πάντα γεμίζουν τη σκηνή. Τον θεωρώ όμως επίσης και εξαιρετικά ενδιαφέροντα σκηνοθέτη. Ως εκ τούτου, περίμενα με περιέργεια και ανυπομονησία την παράσταση αυτή. Απογοητεύτηκα, για άλλη μια φορά.
Δεν πρόκειται να αναλύσω την παράσταση σκηνή σκηνή. Θα σταθώ κυρίως σε ένα στοιχείο της, το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό του καιρού μας στον τόπο αυτό: την ευκολία. Αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο στοιχείο που μου άφησε εμένα η δουλειά αυτή. Δεν με ενοχλεί καθόλου η μη κειμενοκεντρική προσέγγιση ενός τέτοιου έργου (ακόμη κι αν το κείμενο είναι τόσο καθαρό και μεστό), δεν με ξενίζει η όποια ερμηνεία του Τσέχωφ όσο αποδομιστική κι αν είναι, δεν με πειράζουν οι μεταμοντέρνες προσθήκες όσο ακραίες κι αν είναι.


Αυτό που μου δημιούργησε μεγάλη αποστασιοποίηση και τελικά αδιαφορία για την παράσταση αυτή είναι η αίσθηση που είχα όσο την έβλεπα (αλλά και μετά) ότι ο σκηνοθέτης κατέφυγε σε μεγάλες ευκολίες που απλώς μπορεί να εντυπωσιάζουν προς στιγμήν (μπορεί ούτε καν αυτό), αλλά είναι ασύνδετες μεταξύ τους, χωρίς να συνθέτουν ένα όραμα (το βασικό καλλιτεχνικό χαρακτηριστικό που απουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, από τους περισσότερους Έλληνες δημιουργούς) και χωρίς τελικά να αποτελούν μια πραγματικά πρωτοποριακή ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου. Συμπαθητικές ιδέες, ανολοκλήρωτες όμως, ενδιαφέρουσες εικαστικές εικόνες, μισές ωστόσο στην αισθητική τους (κάποτε και κακαίσθητες, όπως η εμφάνιση άνευ προφανούς λόγου των δύο εγκύων ηθοποιών με γυμνές τις κοιλιές τους – δεν σοκάρεται κανείς πίστεψέ με πια), σκηνικές υπερβολές χωρίς έρεισμα για να μπορούν να σταθούν, με αποτέλεσμα στα μάτια μου να δείχνουν απλώς εντυπωσιοθηρικές. Τελικά, η ανάγκη ενός δυνάμει εμπνευσμένου σκηνοθέτη να ανταποκριθεί καλά και ντε στην προσδοκία ενός -όχι και τόσο πεπαιδευμένου- κοινού που τον θέλει πάση θυσία και με κάθε τρόπο «πρωτοποριακό» (ακόμη κι αν δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει αυτό).


Το βάθος είναι αυτό που λείπει, η ουσιαστική διάλυση και ανασύνθεση ενός κειμένου μέσα από το πρίσμα του καλλιτεχνικού βλέμματος, η σκηνοθετική στρατηγική δηλαδή που βλέπει ολοκληρωμένη μια δουλειά μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, και όχι οι απλοί θεατρικοί τακτικισμοί, που δεν φτάνουν να καλύψουν ούτε μία και μόνη σκηνή.

Σχολιάστε