«Η μέρα των τρελών»: Εγκύκλιοι και στόχοι σε ένα σύστημα που δεν έχει ακόμη αλλάξει

Του Γιώργου Στόγια

Το κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε μετά από την προβολή της ταινίας «Ήταν να φύγω» της Λουκίας Ρικάκη, στο Υφαντουργείο, τον Απρίλιο του 2009, σε μια εκδήλωση που οργάνωσε η Ζώνη Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας του Σχολείου Φανερωμένης. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ με υλικό προσωπικές αφηγήσεις μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα.

Αυτή την περίοδο, η Λουκία Ρικάκη ολοκληρώνει το μοντάζ της νέας της ταινίας «Ποιος άνεμος μας έφερε εδώ;» που είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένο στην Παλιά Πόλη της Λευκωσίας και επιχειρεί να ξεδιπλώσει τα «όνειρα σε άλλη γλώσσα» των παιδιών που κάνουν τη Φανερωμένη ένα ξεχωριστό σχολείο. (http://breathofairfilm.blogspot.com/)

Μαχμούντ: Υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που ν’ αφήνει το σπίτι του χωρίς λόγο;

Νάντια:  Μετανάστης είναι ο άνθρωπος χωρίς σπίτι, το σπίτι δεν είναι ένα μέρος μα ένα πρόσωπο που σε αναγνωρίζει.

Πώς να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους που έχουν ζήσει τέτοια πράγματα;

Τι να προσθέσω στις ιστορίες τους  που με αφήνουν άφωνο;

Τους θαυμάζω σαν παιδί, καθώς πραγματικά ξέρουν περισσότερα από μένα και έχουν πολλά να με διδάξουν. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα αυτό που τόσο χαρακτηριστικά είπε ο Βλαδίμηρος, «να ξεκινάς από το zero». Νομίζω ότι η γνώση αυτή σε κάνει να βλέπεις τη ζωή εντελώς διαφορετικά. Δε λέω ότι θέλω να το ζήσω ή να το είχα ζήσει όπως και σίγουρα δε θα το ήθελαν και οι άνθρωποι της ταινίας και οι τόσοι άλλοι που το βιώνουν καθημερινά. Λέω μόνο ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να φανταστούμε αυτή την κατάσταση. Έτσι ίσως να δούμε τους ανθρώπους που είναι σαν εμάς και να αντικρούσουμε τον ξενοφοβικό λόγο, την ξενοφοβική ματιά που αναφέρεται σε αριθμούς και πλήθη. Η ταινία της Λουκίας Ρικάκη μας προσφέρει την δυνατότητα ενός άλλου βλέμματος.

Όμως εκεί που κύρια νιώθω την ταινία να με βγάζει από τα νερά μου, είναι σε σχέση με το δικό μου ρόλο στην ιστορία αυτή. Και δεν μπορώ να πω εύκολα ότι είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Η ταινία με το να πλησιάζει τους ανθρώπους από τόσο κοντά, μας προσγειώνει στο εδώ και τώρα, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, στην ιδιαίτερη ιστορία του κάθε προσώπου. Ο ρόλος μου ως εκπαιδευτικού με κάνει να αναρωτηθώ για το τι κάνουμε γενικώς στο σχολείο για τα παιδιά ανθρώπων σαν αυτούς που πρωταγωνιστούν στην ταινία, σαν τους γονείς των παιδιών που φοιτούν κατά πλειοψηφία στο σχολείο που διδάσκω, αλλά και ειδικότερα τι κάνω εγώ. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι αν κάτι είναι λάθος ή αν είναι όλα λάθος. Αν οι προϋποθέσεις και οι παραδοχές πάνω στις οποίες βασίζονται οι σκοποί μας είναι εσφαλμένες. Τα παρακάτω είναι μια σειρά από σκέψεις εν εξελίξει και απορίες, καθώς η καθημερινή πρακτική τις τροποποιεί. Τις μοιράζομαι μαζί σας όπως μου ήρθαν βλέποντας την ταινία σαν έναυσμα για προβληματισμό και ανταλλαγή απόψεων.

Σε μια φοβερή αποστροφή του λόγου της λέει η Άιφα: «Δε μου αρέσει να με ρωτάνε από πού είσαι. Ρώτα με τι κάνω, τι ταινίες βλέπω, που μου αρέσει να πηγαίνω». Και αλλού, στη σκηνή στο ΙΚΑ, ένα χαρτί – το ελληνικό διαβατήριο -της αλλάζει ταυτότητα και ακολουθεί η μεταστροφή της συμπεριφοράς της κρατικής υπαλλήλου. Νομίζω ότι, σε μεγάλο βαθμό, αντιμετωπίζουμε τους μαθητές μας που βγαίνουν έξω από το σχήμα «δυο γονείς ελληνοκύπριοι- χριστιανός ορθόδοξος- κοινή ελληνική στις επίσημες δραστηριότητες του σχολείου, κυπριακή διάλεκτος στο σπίτι και στο περιβάλλον των συνομηλίκων», με τον ίδιο μονολιθικό και απόλυτο τρόπο. Το «από πού είσαι» είναι πρώτα από όλα αμυντικό: (εσύ που δεν είσαι σαν κι εμάς).

Μπέλλα: «Στους Έλληνες δεν αρέσει να ανακατεύονται».

Άιφα: «Υπάρχουν και μαύροι Έλληνες»

Αυτό  που μας λέει η Άιφα είναι ότι και το «εμείς» δεν είναι – ποτέ δεν ήταν- τόσο συμπαγές όσο φαίνεται να κάνουμε ότι πιστεύουμε. Στο δικό μας «εμείς» υπάρχουν μικτοί γάμοι, υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, διάφοροι τύποι οικογενειών, πολιτικές διαιρέσεις, θρησκευτικά δόγματα, τοπικές διάλεκτοι και συνήθειες. Τίποτα από όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις δεν φαίνεται να περνά από το φίλτρο του επίσημου προγράμματος. Μέσα στην εθνική του αποστολή αντιμετωπίζει τους μαθητές  σαν ένα ομοιογενές σύνολο που διαφοροποιείται μόνο ως προς τις μαθησιακές του επιδόσεις.

Όπως αντιλαμβανόμαστε τη δική μας ταυτότητα ως παγιωμένη, το ίδιο κάνουμε και για την ταυτότητα των παιδιών που προσέρχονται στο εκπαιδευτικό σύστημα ως «ξένοι». Η κυρίαρχη ρητορική υποστηρίζει ότι η ταυτότητά τους,  -γλωσσική, θρησκευτική, πολιτισμική-  αποτελεί το πρόβλημα, το εμπόδιο για την ομαλή προσαρμογή τους και στη συνέχεια την ενσωμάτωση και την αφομοίωση. Με την τελευταία χρόνια πανηγυρική είσοδο της διαπολιτισμικότητας στην κυπριακή εκπαίδευση (έγινε το νέο λεκτικό ψωμοτύρι για συντηρητικούς και προοδευτικούς, θρησκευτικές και εκπαιδευτικές αρχές, απλούς δασκάλους)  καθιερώνεται σε πολλά σχολεία η μέρα των τρελών: Είχα διαβάσει κάπου ότι είναι μεσαιωνική παράδοση αλλά εγώ τη γνώρισα μέσα από το κόμικ του Ιζνογκούντ: Στην ομώνυμη περιπέτεια,  ο χαλίφης παρέδιδε εθελοντικά την εξουσία στον βεζίρη για μια μέρα τον χρόνο και κατά την περίοδο αυτή, όλα ήταν ανάποδα. Έτσι και εμείς στα σχολεία:  Εν μέσω μιας χρονιάς πλήρους εθνικής εκπαίδευσης, δίνουμε στους «ξένους» μια μέρα να μας παρουσιάσουν τα φαγητά τους, να φορέσουν τις στολές τους, να τραγουδήσουν και να χορέψουν τις μουσικές τους, πάντα μέσα στη λογική του αγκαλιάσματος με την λεγόμενη ετερότητα. Πάλι όμως αυτό που κάνουμε τότε, σύμφωνα με τη δομή, τις προσδοκίες και τα τελετουργικά τέτοιων εκδηλώσεων, είναι να επιτρέπουμε υπό όρους την αναγνώριση μια παγιωμένης ταυτότητας όπου σε αυτή δε χωρούν αντιφάσεις, πισωγυρίσματα και ατομικές συνθέσεις. Αυτό δηλαδή που ονομάζεται υβριδικές ταυτότητες και αποτελεί εργαλείο μιας πολύ καλύτερης περιγραφής και κατανόησης των καταστάσεων που ζούμε.

Όχι μόνο λοιπόν υπάρχουν Έλληνες μαύροι, αλλά και χριστιανοί που μιλούν σπίτι τους τούρκικα, μουσουλμάνοι που μιλούν ελληνικά, άνθρωποι που νιώθουν πατρίδα τους τη Γεωργία αλλά πολιτιστικά αναφέρονται στον Πόντο. Συγχρόνως ακούνε μουσική  σύμφωνα με τα γούστα ενός δωδεκάχρονου της Μόσχας ενώ βλέπουν σινεμά όπως τα περισσότερα παιδιά μιας δυτικής πρωτεύουσας. Κι αν βάλουμε κι άλλες ταυτότητες, με πρώτη αυτή του φύλου – καθώς ακόμη κι αν τα υπόλοιπα στοιχεία του περιβάλλοντος είναι παρόμοια, το φύλο διαφοροποιεί δραματικά την εμπειρία και την  οπτική – τότε καταλαβαίνουμε ότι η εικόνα ανοίγει πολύ και μπορεί να ξανακλείσει μόνο όταν συγκεντρωθεί στο συγκεκριμένο πρόσωπο, στην ζώσα ιστορία ενός ανθρώπου, όπως κάνει η κάμερα της Λουκίας Ρικάκη. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να ανατρέψουμε το λειτουργικό, λόγω συνήθειας, διπολικό σχήμα του εμείς και οι άλλοι. Μόνο αν δούμε τους εαυτούς μας ως ξένους τότε θα μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε, να γνωρίσουμε και τους εαυτούς μας και την ιστορία μας.

Για πολλούς μια τέτοια λογική, όπου στον καθένα από εμάς βλέπει έναν ξένο, είναι μεταμοντέρνα, σχετικιστική, σύμπτωμα μιας κατάστασης παρακμής μέσα σε συνθήκες προχωρημένης παγκοσμιοποίησης. Η διαφωνία μου είναι ριζική: Όσο κι αν το αίτημα της αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου περιορίζεται από τις μεγάλες οικονομικές διαφορές, αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να το θυσιάσουμε είτε στο όνομα «περασμένων καλύτερων εποχών» είτε σε αυτό της «αντίστασης στα κελεύσματα των ισχυρών». Η νοσταλγία των ομοιογενών κοινοτήτων (που έτσι και αλλιώς δεν υπήρξαν ποτέ με τον τρόπο τουλάχιστον που περιγράφονται) δεν θα βοηθήσει στην χάραξη εκσυγχρονιστικής πολιτικής.  Το εγχείρημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα συντηρήσει περισσότερα προβλήματα από όσα φοβόνται οι αρμόδιοι αν ακολουθήσει την πεπατημένη και  συνεχίσει να μετεωρίζεται, σε μια προσπάθεια να τους ικανοποιήσει όλους.

Το ερώτημα που με ενδιαφέρει είναι περισσότερο αυτό: Μήπως μια εκπαίδευση στην κατεύθυνση που σύντομα ανέπτυξα εδώ,  βρίσκεται στο χώρο του ανέφικτου; Έχουμε τόσο συνδέσει την εκπαίδευση από την εποχή της δημιουργίας των εθνικών κρατών με τον εθνικό φρονηματισμό, (και σε πολλές χώρες όπου η θρησκεία έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, με τον θρησκευτικό), που δεν μπορούμε να τη φανταστούμε έξω από τα πλαίσια αυτά. Είναι μια μεγάλη συζήτηση. Ως εκπαιδευτικός, στην καθημερινότητα, για το μόνο που είμαι σίγουρος, είναι η ανάγκη εκμάθησης της γλώσσας ως το πρώτιστο εργαλείο, όπως το αναφέρουν και οι άνθρωποι της ταινίας, για την επιβίωση και τη ζωή στη νέα χώρα.

Πώς θα ήταν ένα πραγματικά κοσμικό σχολείο στην Κύπρο; Πώς μπορούμε να κάνουμε ένα σχολείο όπου όλα τα παιδιά να μπορούν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, να νιώθουν άξια και να εκτιμούν ότι δε χάνουν το χρόνο τους;

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρεύμα.

Σχολιάστε